- μονογαμίας
- μονογαμίᾱς , μονογαμίαmonogamyfem acc plμονογαμίᾱς , μονογαμίαmonogamyfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μονογαμικός — ή, ό (Μ μονογαμικός, ή, όν) [μονόγαμος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μονογαμία νεοελλ. αυτός που τάσσεται υπέρ τής μονογαμίας. επίρρ... μονογαμικώς και ά με μονογαμικό τρόπο … Dictionary of Greek
Μπαχόφεν, Γιόχαν Γιάκομπ — (Jochann Jakob Bachofen, Βασιλεία 1815 –1887). Ελβετός κοινωνιολόγος και ιστορικός. Καθηγητής του Ρωμαϊκού Δικαίου στη Βασιλεία, αφοσιώθηκε, καταπολεμώντας τη μεθοδική φιλολογία του Μόμσεν, στη μελέτη των πρωτόγονων κοινωνιών, της μυθολογίας και… … Dictionary of Greek
Παπούα – Νέα Γουινέα — Συγκρότημα νησιών της Νοτιοανατολικής Ασίας, μεταξύ της θάλασσας των Κοραλίων και του νότιου Ειρηνικού Ωκεανού, ανατολικά της Ινδονησίας.Aνεξάρτητο κράτος από τις 16 Σεπτεμβρίου 1975 στο πλαίσιο της Bρετανικής Kοινοπολιτείας, περιλαμβάνει το… … Dictionary of Greek
μονογαμικός — ή, ό 1. ο σχετικός με τη μονογαμία: Παρά τις μονογαμικές του απόψεις απάτησε τη γυναίκα του. 2. ο οπαδός της μονογαμίας: Μερικοί άνθρωποι δεν μπορούν να είναι μονογαμικοί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)